- πλουτίσω
- πλουτίζωmake wealthyaor subj act 1st sgπλουτίζωmake wealthyfut ind act 1st sgπλουτίζωmake wealthyaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek
πλουτίζω — πλούτισα 1. μτβ., κάνω κάποιον πλούσιο: Και να σε πάρω ψυχογιό, βαριά να σε πλουτίσω (δημ. τραγ.). 2. γίνομαι πλούσιος, πλουταίνω: Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο και πλουτίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)